Η ιστορία επαναλαμβάνεται λοιπόν. Στις 28 Μαϊου στο στάδιο
Webley, τον
τίτλο της πρωταθλήτριας Ευρώπης για την αγωνιστική περίοδο 2010-11, θα
διεκδικήσουν η Μπαρσελόνα και η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, η οποία χθες το βράδυ
διέλυσε την γερμανική Σάλκε στο Ολντ Τράφορντ με 4-1, παίζοντας μάλιστα και με
πολλούς αναπληρωματικούς, γεγονός που δίνει μεγαλύτερη έμφαση στην
πρόκριση της.
Οι δυο ομάδες βρέθηκαν ξανά αντιμέτωπες στον τελικό της
κορυφαίας διασυλλογικής διοργάνωσης ποδοσφαίρου, πριν από δύο μόλις χρόνια, στην Ρώμη, εκεί που η
Μπαρσελόνα είχε επικρατήσει των κόκκινων διαβόλων, με ένα γκολ του Ετό και ένα
του Μέσι.(2-0) Οι μπέμπηδες, θα επιχειρήσουν να πάρουν την ρεβάνς, παίζοντας
αυτή την φορά σε αγγλικό έδαφος, ενώ βρίσκονται (όπως και οι Καταλανοί) πολύ κοντά στην κατάκτηση και του πρωταθλήματος. Η δε
Μπάρσα, θα επιστρέψει στο Webley, ένα γήπεδο που μόνο καλές
αναμνήσεις της φέρνει, αφού εκεί στέφθηκε για πρώτη φορά στην ιστορία της πρωταθλήτρια
Ευρώπης, το μακρινό 1992, έχοντας τότε στη σύνθεση της και τον νυν προπονητή
της, Πεπ Γκουαρδιόλα.
Έχουμε όμως μέρες μπροστά μας για να μιλήσουμε για αυτή
την τιτανομαχία. Επί του παρόντος, επιβάλλεται να αναφέρουμε λίγα πράγματα
για την Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και τον προπονητή της, τον Σερ Άλεξ Φέργιουσον. Η
Γιουνάιτεντ, σίγουρα η πιο επιτυχημένη αγγλική ομάδα της τελευταίας
εικοσαετίας, καθώς στο διάστημα αυτό κατέκτησε, μεταξύ άλλων, 11 πρωταθλήματα
Αγγλίας και 2 Champions League, ξεκίνησε την φετινή χρονιά με
χαμηλούς τόνους, αφού το περασμένο καλοκαίρι δεν έκλεψε τα φώτα της
δημοσιότητας, μένοντας μακριά από βαρύγδουπες μετεγγραφές και επομένως και από
τα πρωτοσέλιδα των ΜΜΕ.
Απέκτησε μόνο τον Μεξικανό επιθετικό Χαβιέρ Ερνάντεζ, που
η ποδοσφαιρική κοινότητα δεν τον γνώριζε, αλλά έχει εξελιχθεί σε έναν νέο
Σόλσκιερ (για όσους θυμούνται τον εκπληκτικό Νορβηγό επιθετικό, που φόρεσε τη
φανέλα των μπέμπηδων από το 1996 έως το 2008, φορτώνοντας τα αντίπαλα δίχτυα
με γκολ, ερχόμενος σχεδόν πάντα από τον πάγκο). Δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε, πως έχει στο ρόστερ της παίκτες παγκόσμιας κλάσης, όπως τον αειθαλή Ράιαν
Γκιγκς, τον Γουέιν Ρούνει, τον Πατρίς Εβρά και άλλους σημαντικούς
ποδοσφαιριστές. Το μεγαλύτερο όπλο της Γιουνάιτεντ όμως, δεν βρίσκεται στο
γήπεδο, αλλά στην άκρη του πάγκου της. Εκεί που κάθεται από το 1986, τα
τελευταία 25 χρόνια δηλαδή, ο μύθος που λέγεται Άλεξ Φέργιουσον.
Ο Σκωτσέζος προπονητής, είναι ο άνθρωπος που συνέδεσε το
όνομα του με την αναγέννηση των μπέμπηδων και είναι ο αρχιτέκτονας σχεδόν
όλων των επιτυχιών τους. Στα 69 του
πλέον, η εικόνα του, να μασάει πεισματικά μια τσίχλα (άραγε πόσες εκατομμύρια
τσίχλες να έχει φάει στην 25ετιά) καθισμένος στον πάγκο, τείνει να γίνει συνώνυμο με το σήμα της
Γιουνάιτεντ, τον κόκκινο διάβολο που κρατάει μια τρίαινα στο χέρι. Μονίμως γκρινιάρης προς
τους διαιτητές αλλά και τα ΜΜΕ, χαίρει ωστόσο άκρατου σεβασμού (σχεδόν) από
όλους όσους ασχολούνται με το ποδόσφαιρο.
Το επίτευγμα του, να διατηρήσει την ομάδα του σε κορυφαίο
επίπεδο, αλλάζοντας σχεδόν τρεις γενιές ποδοσφαιριστών (μην ξεχνάμε πως διανύει
την τρίτη δεκαετία του ως προπονητής στο Ολντ Τράφορντ), είναι μυθικό και
εκτιμώ επίσης και αξεπέραστο.
Κατάφερνε πάντα να διατηρεί τις ισορροπίες στα αποδυτήρια, όχι απαραίτητα με.. καλούς
τρόπους, (θυμηθείτε το παπούτσι που έφαγε ο πολυδιαφημισμένος Μπέκαμ στα μούτρα και το πώς εκδιώχθηκε
ο κορυφαίος αμυντικός Γιάπ Στάμ, όταν στην αυτοβιογραφία του, μίλησε με, όχι κολακευτικά, λόγια για τον Σερ Άλεξ).
Δεν δίστασε ποτέ να εκδιώξει παίκτες που φαινόταν βαρόμετρα για την ομάδα του, είτε για τους λόγους που προανέφερα, είτε για να
γεμίσει τα ταμεία της Γιουνάιτεντ ( θυμηθείτε τις πωλήσεις Νίστελροϊ, Χάιντσε
και πρόσφατα του Κριστιάνο Ρονάλντο).
Το εκπληκτικό είναι όμως, πως πάντα τις απώλειες αυτές, ως
άλλη Λερναία Ύδρα, κατάφερνε να τις αντιμετωπίζει, είτε με άλλους παίκτες που
φαινομενικά δεν γέμιζαν το μάτι των φιλάθλων, είτε τροποποιώντας τον τρόπο
παιχνιδιού της ομάδας του, ποτέ όμως εις βάρος του θεάματος, καθώς η
Γιουνάιτεντ, παρά το ότι δείχνει (και είναι) μετρημένη και σοβαρή ομάδα, δεν
έπαψε ποτέ να έχει προσωπικότητα ως προς τον τρόπο παιχνιδιού της και είναι
σταθερά παραγωγική ως προς τα γκολ που συνήθως πετυχαίνει.
Τον περασμένο Σεπτέμβριο, του 2010, στην ετήσια συγκέντρωση
προπονητών των ομάδων που συμμετέχουν στο Champions League, κάποιος δημοσιογράφος ρώτησε τον
Γκουαρδιόλα, πώς μπορεί να χειριστεί στα αποδυτήρια, τόσες πολλές, μεγάλες και
διαφορετικών χαρακτήρων, προσωπικότητες παικτών. Ο προπονητής της Μπάρσα απάντησε, πως είναι πράγματι δύσκολο και πως η
προσέγγιση του, είναι να σέβεται τους παίκτες, να προσπαθεί να μιλάει μαζί
τους, εξηγώντας τους τι θέλει από τον καθένα και για ποιο λόγο, προσπαθώντας να
σεβαστεί το γεγονός, ότι πρόκειται για ανθρώπους, πολλές φορές, με διαφορετική
κουλτούρα και τρόπο ζωής.
Όταν η ίδια ερώτηση τέθηκε και στον Φέργκιουσον, η
απάντηση του ήταν καταπέλτης. «Στα αποδυτήρια κουμάντο κάνω μόνο εγώ.
Όποιος έχει διαφορετική άποψη ή θέλει να εκφράσει κάποια αντίρρηση, η πόρτα της
εξόδου δεν είναι.. κλειδωμένη. Την ανοίγει και φεύγει. Οριστικά.» Αυτός είναι ο Σερ Άλεξ Φέργκιουσον. Ο
μεγαλύτερος προπονητής τα τελευταία 20 χρόνια στον χώρο του ποδοσφαίρου. Άλλοι
τον λατρεύουν, κάποιοι δεν θέλουν να τον βλέπουν ούτε ζωγραφιστό. Έτσι γίνεται συνήθως, με όλες τις
μεγάλες προσωπικότητες..
δεν τον συμπαθούσα τον προπονητή αυτόν(ίσως φταίει η τυχερή νίκη επί της αγαπημένης μου bayern to 99)αλλά η γνώμη μου άλλαξε όταν στον τελικό με την barcelona προτίμησε να παίσει μαχόμενος και όχι σε βάρος του θεάματος όπως πχ κάνει ο mourinho( η αλήθεια είναι βέβαια ότι δεν έχει να αποδείξει τπτ σε κανένα ο τσίχλας) , παραδεχόμενος σε ένα βαθμό ότι αντικειμενικά καλύτερη ομάδα στην Ευρώπη είναι η Barcelona
ΑπάντησηΔιαγραφήΥ.Γ.Γιατί ο τσίχλας ξέρει ότι πάνω απ'όλα το ποδόσφαιρο είναι θέαμα
Διαγραφήο Σερ Άλεξ δεν είπε ότι η Μπάρσα είναι η καλύτερη ομάδα στην Ευρώπη, αλλά κάτι πολύ πιο σημαντικό. Ότι πρόκειται για την καλύτερη ομάδα, που έχει αντιμετωπίσει στην καριέρα του. Όταν το λέει αυτό ένας άνθρωπος που έχει καθίσει στον πάγκο της Γιουνάιτεντ, για πάνω από 1000 αγώνες, τότε δεν χρειάζεται να προσθέσουμε τίποτα περισσότερο.
ΑπάντησηΔιαγραφή