16 Δεκεμβρίου 2011

Μια ιστορία λίγο περίεργη


Καλοκαίρι του 1986. Παγκόσμιο κύπελλο (mundial όπως μάθαμε στην Ελλάδα να αποκαλούμε) στο Μεξικό. Ήμουν τότε 7 χρονών και θυμάμαι χαρακτηριστικά δύο πράγματα από τη διοργάνωση εκείνη ή για να το θέσω καλύτερα, στο μυαλό μου έχουν αποτυπωθεί δύο εικόνες.

Η πρώτη, αφορά μία τεράστια μπάλα (μάλλον θαλάσσης) που ο συγχωρεμένος ο παππούς μου, τότε μου είχε δωρίσει και η οποία απεικόνιζε τη μασκότ της διοργάνωσης, έναν κάκτο που φορούσε sombrero και είχε μια μπάλα στα πόδια. Οι διοργανωτές, την είχαν βαφτίσει Pique και τουλάχιστον σε ό,τι με αφορά, ο Pique (καμία σχέση με τον γνωστό Pique της Barça που τότε ήταν ακόμη αγέννητος) παραμένει ακόμη η συμπαθέστερη μασκότ, των 8 παγκοσμίων κυπέλλων που έχω παρακολουθήσει.

Το δεύτερο που θυμάμαι από το mundial (ας το λέμε έτσι) του Μεξικού, είναι μια φωτογραφία από εβδομαδιαίο περιοδικό της εποχής (πρέπει να ήταν ο Tηλεθεατής, δεν παίρνω κι όρκο) το οποίο είχε αφιέρωμα στη διοργάνωση, συνοδευμένο από φωτογραφίες των ομάδων. Επέλεξα λοιπόν να κόψω και να κολλήσω σε τετράδιο μου, την φωτογραφία των Furias Rojas, της εθνικής ομάδας δηλαδή της Ισπανίας.

Δεν θυμάμαι ειλικρινά τον λόγο που το έκανα, αλλά γνωρίζω πολύ καλά πως αυτό ήταν το δικό μου ξεκίνημα σε μία σχέση που έμελλε να γίνει κομμάτι της ζωής μου. Αναφέρομαι φυσικά στη σχέση μου με τη Μπαρσελόνα ή μάλλον για να είμαι δίκαιος «Μπαρτσελόνα» όπως τότε και μέχρι πριν κάποια χρόνια, την αποκαλούσα.

Θα μου πείτε τώρα, τι σχέση έχει η εθνική Ισπανίας με την Barça; Όση σχέση είχα κι εγώ, δευτέρα δημοτικού τότε, με την μπάλα, σχεδόν καμία δηλαδή. Ωστόσο, εκείνη ήταν η απαρχή της ενασχόλησης μου με το ισπανικό ποδόσφαιρο γενικότερα. Αντλώντας πληροφορίες από τον λάτρη του αθλήματος και πρώην ποδοσφαιριστή (με θητεία σε γερμανικές ομάδες, καθότι μετανάστης) παππού μου, σύντομα έμαθα για την Ισπανία και τις κορυφαίες ομάδες της χώρας, επιλέγοντας (και ως αντιδραστικός γενικότερα χαρακτήρας) να υποστηρίζω την Barça, που και τα χρώματα της ταίριαζαν με αυτά της φωτογραφίας στο τετράδιο μου και φαινόταν επίσης να είναι και η αδικημένη της υπόθεσης, σε σχέση με την άλλη μεγάλη ισπανική ομάδα, την Μαδρίτη, η (όπως και αυτή συνήθιζα λανθασμένα να αποκαλώ) την Ρεάλ. 

Ομολογώ επίσης, ότι με το πέρασμα των χρόνων η αγάπη μου για την Barça δεν με εμπόδισε, πράγμα παράταιρο, να παραμείνω (και να είμαι ακόμη) υποστηρικτής και της εθνικής Ισπανίας, για την οποία στο mundial της Αμερικής το 1994, έφτασα στο σημείο να κλάψω, στον επικό προημιτελικό με την Ιταλία του Baggio (την βραδιά της ηρωικής εμφάνισης, ενός μετέπειτα blaugrana ήρωα, του Luis Enrique).

Το 1994 βέβαια είχε γενικά πολύ κλάμα, καθώς λίγους μήνες νωρίτερα, η Barça είχε δεχτεί μια ξεγυρισμένη τεσσάρα στον τελικό του Champions League στην Αθήνα από την Milan, αφήνοντας άφωνη όλη την ποδοσφαιρική υφήλιο και φυσικά και την αφεντιά μου, αφού η αρμάδα τότε του Johan Cruyff, ήταν το μεγάλο φαβορί. Είχε βέβαια προηγηθεί ο θρίαμβος στο Wembley το ’92, αλλά η ψυχρολουσία της Αθήνας δεν χωνευόταν εύκολα.  






















Απτόητος από προκλήσεις φίλων και συμμαθητών που αρχίζουν να με αποκαλούν loser, την επόμενη χρονιά (1995) θα αγοράσω για πρώτη φορά στη ζωή μου επίσημη φανέλα της Barça. Σε μια βόλτα με τον κολλητό μου φίλο Γιώργο, θυσιάζουμε σχεδόν όλο το ποσό που διαθέταμε για αγορά, υποτίθεται, ρούχων, για να κάνουμε δική μας την (χωρίς χορηγό) πανάκριβη για τα δεδομένα της εποχής, φανέλα της Kappa, εταιρία η οποία τότε έντυνε τον σύλλογο. Εγώ επιλέγω την κλασική, ο φίλος μου την εναλλακτική και οι δυο είμαστε ευτυχισμένοι όχι όμως και οι γονείς μας, που θεωρούν (σωστά) τα χρήματα πολλά, για μία μόνο φανέλαΦυσικά δεν μπορούσαν να καταλάβουν, ότι επρόκειτο για κάτι παραπάνω από μία φανέλα.

Μεγαλώνω με Salinas, Bakero, Koeman, Txiki, Nadal, Zubizarreta, Sergi Barjuan, Pep Guardiola, Stoichkov, Romario, Luis Enrique, Ronaldo. Είμαι ευτυχισμένος και δεν ιδρώνει το αυτί μου, παρόλο που η Μαδρίτη έχει το πάνω χέρι και κατακτά και 2-3 Champions League, ενώ εγώ έχω  συνέχεια μπροστά μου, την εικόνα του μεγάλου παίκτη και αντιπάλου Raul, να πανηγυρίζει φιλώντας την βέρα του.

«Ναι, αλλά εμείς δεν έχουμε χορηγό στη φανέλα»
«Εντάξει, αλλά την μπάλα που παίζουμε εμείς, αυτοί ούτε την έχουν ονειρευτεί κι ας μην παίρνουμε τίτλους»
«Προτιμώ να είμαι loser, παρά να παίζω μόνο για το αποτέλεσμα, με κάθε κόστος»
Είναι μόνο μερικά από τα επιχειρήματα που χρησιμοποιώ, όταν διάφοροι καλοθελητές επιχειρούν να με πειράξουν. 

Την χρονιά που η Barça γιορτάζει την εκατονταετία της, ντεμπουτάρει στην ομάδα και στην αμυντική της γραμμή, ένας μακρυμάλλης με το νούμερο 24 στην πλάτη.

«Ρε με αυτούς τους Γάλλους δεν θα πάτε πουθενά» μου λέει ένας φίλος που τον βλέπει.
«Ποιους Γάλλους; Eπειδή τον λένε Puyol; Καταλανός είναι, από την ακαδημία και είναι μια χαρά παίκτης και ψυχάρα μεγάλη. Άσε, χορτάσαμε φίρμες στην άμυνα και προκοπή δεν είδαμε» του απαντώ.

Και μετά ήρθε ο Laporta, ο Ronaldinho, ο Rijkaard, ο Eto'o, το Παρίσι, το θαύμα του Pep (που τόσο είχα πληγωθεί όταν σαν παίκτης αποχώρησε - εκδιώχθηκε) ο Messi, ο Xavi, ο Iniesta, η Ρώμη, ξανά το Wembley, όλα τα παιδιά από την ακαδημία, η Masia (που τώρα όλοι την ξέρουν ή μάλλον τώρα την παραδέχονται) το ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο χωρίς τρομερά μούσκουλα, παρά μόνο με ποδοσφαιρικό μυαλό, υψηλή τεχνική και άψογες σχέσεις χωρίς βεντετισμούς μεταξύ των παικτών και έτσι ενώ κάποτε, όχι πολύ παλιά, κάποιοι στην Ελλάδα μας ειρωνευόταν και μας κορόιδευαν αποκαλώντας μας losers, δηλαδή χαμένους, είναι τώρα οι ίδιοι που μας αποθεώνουν.  

Ήρθαν και ταξίδια δικά μου - όνειρα ζωής (δεν είναι όλα τα όνειρα απλησίαστα ή πανάκριβα) στη Βαρκελώνη, στο Camp Nou, άγγιξα τη Σενιέρα Καταλάνα, που καμαρώνει στην είσοδο του μουσείου.

Έπειτα ήρθαν οι balacticos, το barcelonismo (αργότερα το blaugrana.gr) στη δική μου ζωή, με αφορμή μια συζήτηση για τη διαφήμιση στη φανέλα και την μετέπειτα ευγενική πρόσκληση του Νίκου Καραμάνου, για να διαπιστώσω στη συνέχεια ότι ο βαρκελωνισμός, όπως πολύ σωστά λέει και ο Παναγιώτης Πετμεζάς, είναι σπουδαίο πράγμα και το σημαντικότερο: τον έχουμε μέσα στις καρδιές μας, όσοι αγαπάμε την Barça και αυτό μας διαφοροποιεί από τους φίλους άλλων μεγάλων συλλόγων, ενώ ταυτόχρονα μας ενώνει ακόμα και αν δεν γνωριζόμαστε προσωπικά. Είναι η συναίσθηση του βαρκελωνισμού, του ρομαντισμού, της αγάπης για το αληθινό, για το πρωτογενές. Για τον μεγαλύτερο σύλλογο στον κόσμο. Τo FC Barcelona.

Υ.Γ. Αφορμή και έμπνευση για το άρθρο, πήρα από τον φίλο Πωλ Σεφεριάν και την ιδέα του, να γράψει ο καθένας μας την δική του ιστορία για την Barça. Αυτή είναι λοιπόν, εν συντομία, η δική μου και θέλω να την αφιερώσω στον Θέμη Ιακωβίδη, που έφυγε πριν από 13 χρόνια, κληροδοτώντας μου το πάθος για το ποδόσφαιρο και τον αθλητισμό. Είμαι σίγουρος, ότι από εκεί ψηλά που βρίσκεται, απολαμβάνει και αυτός την Barça.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου