Η αναγκαιότητα για
την εξέλιξη της αγωνιστικής ταυτότητας του ποδοσφαιρικού τμήματος στο FC
Barcelona,
δεν είναι κάτι νέο, αλλά αποτελεί κομμάτι της ίδιας του, της κληρονομιάς. Ο
ίδιος ο σύλλογος αρέσκεται να θέτει από μόνος του, ολοένα και μεγαλύτερες
προκλήσεις, σε σχέση με τον δείκτη της ποιότητας του ποδοσφαίρου που παράγει.
Αυτό συμβαίνει και
τώρα, παραμονές του αγώνα-φιέστα για την κατάκτηση του 22ου
πρωταθλήματος στην ιστορία του. Οι
δικαιότατοι πανηγυρισμοί για την επίτευξη ενός στόχου που, δεδομένου των
φετινών συνθηκών, δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι αποτελεί σχεδόν άθλο, γρήγορα
θα αντικατασταθούν από ατελείωτη συζήτηση και δημιουργικό προβληματισμό για την
επόμενη μέρα. Και φέτος, περισσότερο από ποτέ τα τελευταία χρόνια, είναι ελάχιστοι οι πυλώνες που φαίνεται να
παραμένουν ακλόνητοι, στο μυαλό των περισσότερων cules.
Όπου πυλώνες, οι παίκτες-σημεία αναφοράς της Μπάρσα. Τέτοιος λογίζεται και ο
Ζεράρ Πικέ. Με την δική του περίπτωση θα ασχοληθούμε σήμερα.
Ο Πικέ άφησε το
Μάντσεστερ για να επιστρέψει στην Βαρκελώνη, λίγες εβδομάδες μετά την κατάκτηση
του Champions League
το 2008, από την Γιουνάιτεντ. Ελάχιστοι μπορούσαν τότε να φανταστούν, ότι ο
Ζέρι όχι μόνο δεν υστερούσε σε σχέση με τους Φέρντιναντ και Βίντιτς (το
αμυντικό δίδυμο των κόκκινων διαβόλων) αλλά
αντίθετα οι εμφανίσεις του εκείνη την χρονιά, είχαν αντίκτυπο στο κόσμο του
ποδοσφαίρου, θυμίζοντας μεγάλες δόξες του παρελθόντος. Τον Μάιο του 2009 στο επικό 2-6 εναντίον της
Μαδρίτης στο Μπερναμπέου, ο Πικέ χειρίστηκε με απίστευτο τρόπο τους
Ρόμπεν-Ραούλ και Ιγκουαϊν. Ήταν ίσως η καλύτερη εμφάνιση του με τα μπλαουγκράνα
μέχρι και σήμερα.
Μαζί με τον Κάρλες Πουγιόλ, συνέθεσαν ένα από τα καλύτερα
αμυντικά δίδυμα που εμφανίστηκαν ποτέ στο Κάμπ Νόου, αλληλοσυμπληρώνοντας ο
ένας τον άλλο. Η 2η χρονιά του στην
Βαρκελώνη, την περίοδο 2009-10 ήταν εξίσου καλή, αλλά μετά ξεκίνησε η πτώση. Την περίοδο 2010-11 ο Πικέ δεν ήταν αυτός
που όλοι αγαπήσαμε. Ωστόσο το εκπληκτικό φινάλε της Μπάρσα και οι καλές του
εμφανίσεις το τελευταίο δίμηνο εκείνης της χρονιάς (Απρίλη και Μάη) περιόρισαν
την δυσφορία προς το πρόσωπο του, κάτι που δεν αποφεύχθηκε όμως, λίγους μήνες
αργότερα.
Η τελευταία σεζόν του Πεπ στην Βαρκελώνη (2011-12), βρήκε
τον Πικέ σε πολύ κακή αγωνιστική κατάσταση. Τόσο κακή που ακόμη και ο ίδιος ο
Γκουαρντιόλα, άρχισε να αμφιβάλει. Ως αποτέλεσμα, ο
Πικέ έμεινε στον πάγκο στον αγώνα που ουσιαστικά έκρινε τον περσινό τίτλο του
πρωταθλητή στην Ισπανία, εκείνον απέναντι στην Μαδρίτη στο Κάμπ Νόου. Τρεις
ημέρες μετά, παρότι ξεκίνησε βασικός εναντίον της Τσέλσι (για τα ημιτελικά του Champions
League) βγήκε με
αλλαγή μόλις στο 26ο λεπτό, αφού ένιωθε ζαλάδες μετά από σύγκρουση
του με τον Βαλντές.
Η Μπάρσα έχασε μέσα σε λίγες ημέρες και τους δυο
σημαντικότερους στόχους της, με τον Πικέ απόντα. Σαφής ένδειξη ότι σε αυτή την
ομάδα, η παρουσία του είναι θεμελιώδης. Το ευχάριστο είναι, ότι
πέρυσι τέτοιο καιρό και ο ίδιος με δηλώσεις του αναγνώρισε την, εμφανή σε όλους
πλέον, πτώση της απόδοσης του. Η αυτοκριτική οδηγεί στην θεραπεία. Το δυσάρεστο όμως είναι, ότι ούτε φέτος έδειξε να συνέρχεται. Έφτασε λοιπόν η στιγμή για σημαντικές
αποφάσεις? Πρέπει να δει την πόρτα της εξόδου? Κατηγορηματικά θα πω όχι και
ιδού η αιτιολόγηση μου:
Ο Πικέ ως γνήσιο
τέκνο της Μασία, είναι άριστος γνώστης του παιχνιδιού της Μπάρσα και των
βασικών του ποδοσφαίρου. Ξέρει να κρατάει την μπάλα μέχρι να φτάσει ο αντίπαλος
πάνω του και δεν την απομακρύνει νωρίτερα. Οι πάσες του είναι γρήγορες και «βρίσκει»
τον Μπουσκέτς, καλύτερα από οποιονδήποτε άλλο αμυντικό, ενώ έχει την ικανότητα
να χρησιμοποιεί και τα δύο πόδια ακόμη και υπό πίεση.
Έχει αντίληψη,
ακόμη και όταν η μπάλα είναι πολύ μακριά από το πεδίο δράσης του. Η συνεισφορά του στο επιθετικό τρανζίσιον
της ομάδας είναι κομβική και υπήρξε ένα από τα σπουδαιότερα όπλα της Pep
team.
Όπως πρόσφατα εξήγησε ο ίδιος Πεπ σε σεμινάριο στην Αργεντινή, η
μεταφορά από τον κεντρικό αμυντικό, της μπάλας από την άμυνα στην επίθεση,
ανοίγει πεδίο δράσης στους πλάγιους μεσοεπιθετικούς. Αυτό ακριβώς, ο Πικέ ξέρει να το κάνει καλύτερα από οποιονδήποτε άλλο
αμυντικό στον κόσμο.
Το κυριότερο δε, μειονέκτημα του, σε αντίθεση με την
επικρατούσα άποψη, δεν είναι η έλλειψη ταχύτητας (αφού για το ύψος του δεν
είναι αργός) αλλά οι αντιδράσεις του, όταν αναγκάζεται να αμυνθεί αρκετά μέτρα
από την εστία του Βαλντές. Κάτι που γίνεται χειρότερο,
όταν χρειάζεται να το κάνει στις πλάτες των Μπουσκέτς-Τσάβι και Ντάνι Άλβες. Κάτι
που συμβαίνει επίσης συχνά, καθώς η Μπάρσα βασίζεται στην φιλοσοφία του
σφυροκοπήματος και της πίεσης του αντιπάλου ψηλά. Όταν όμως η ομάδα δεν αποδίδει καλά, (πράγμα που φέτος συνέβη πολλές
φορές) τότε είναι βέβαιο πως είτε είσαι αργός αμυντικός, είτε είσαι σφαίρα, είναι
σχεδόν βέβαιο ότι θα εκτεθείς. Αυτή ήταν, είναι και θα είναι, η μοίρα των
αμυντικών στην Μπάρσα.
Για να μπορέσει ο
Πικέ (και συνεπακόλουθα η ομάδα) να εκμεταλλευτεί τα προτερήματα του και να
καλύψει τις αδυναμίες του, χρειάζεται στο πλάι του έναν αμυντικό με διαφορετικά
δυναμικά χαρακτηριστικά από τον ίδιο. Ο μεγάλος Πουγιόλ είναι τέτοιος. Τα τελευταία δύο χρόνια όμως οι συμμετοχές του καπιτά, ελέω
τραυματισμών, έχουν μειωθεί δραματικά, με αποτέλεσμα να έχουν αυξηθεί δραματικά
και οι κακές βραδιές του Πικέ. Το ντεφορμάρισμα δε, του ίδιου, αλλά και η
περσινή αλλαγή διάταξης στην άμυνα (3-4-3) δεν βοήθησε την κατάσταση.
Όσο για την έλλειψη
αυτοσυγκέντρωσης που παρουσιάζει, εκτιμώ ότι δεν οφείλεται σε καμία Σακίρα,
ούτε φυσικά στο εύθυμο του χαρακτήρα του, αλλά στην ανασφάλεια που νιώθει. Είναι άλλο πράγμα να αγωνίζεσαι πλάι στον
Πουγιόλ, άλλο πράγμα να αγωνίζεσαι δίπλα σε έναν κανονικό κεντρικό αμυντικό και
τελείως διαφορετικό, αυτό που συνέβη (και) φέτος στην Μπάρσα, όπου
αριστερά-δεξιά μπακ και αμυντικοί μέσοι, συνέχισαν να βαφτίζονται κεντρικοί
αμυντικοί.
Βγάζοντας στο «σφυρί» τον Πικέ, το μόνο που θα καταφέρει ο σύλλογος,
είναι να βρεθεί στην δυσάρεστη θέση της αναζήτησης δύο πλέον και όχι μόνο ενός
ακόμη κεντρικού αμυντικού. Και
κρίνοντας από τα χρήματα που αναμένεται να κοστίσει η μεταγραφή του Νέιμαρ,
εκτιμώ ότι δεν είναι καιρός για τέτοιες πολυτέλειες. Ο Πικέ παραμένει κεφάλαιο
για την ομάδα και αυτό ακριβώς, το γνωρίζει καλύτερα από όλους, ο Τίτο
Βιλανόβα. Ευτυχώς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου