Για τον Τιάγκο, το
ποδόσφαιρο ήταν πάντα μέρος της ζωής του, η ζωή του η ίδια. Μεγάλωσε σε μια
οικογένεια, στην οποία ο αθλητισμός κατείχε περίοπτη θέση. Ο μπαμπάς Μαζίνιο, πρώην
παγκόσμιος πρωταθλητής με την εθνική Βραζιλίας. Η μαμά Βαλέρια, επίσης
βραζιλιάνα, πρώην σπουδαία βολεϊμπολίστρια. Ο ίδιος γεννήθηκε στην Ιταλία,
μεγάλωσε στην Γαλικία, μετά ταξίδεψε στην πατρίδα των γονιών του και τελικά
επέστρεψε στην Ισπανία, για να κυνηγήσει το όνειρο του στην Βαρκελώνη.
Πολλές πατρίδες για ένα παιδί που σήμερα είναι 22 χρονών. Πολλές
προκλήσεις επίσης, πριν καλά καλά ενηλικιωθεί. Μία από τις πρώτες: Ποιο εθνόσημο να
επιλέξει; Πόσοι θα έλεγαν όχι στην Σελεσάο; Αυτός πάντως το έκανε. Επέλεξε τους
Φούριας Ρόχας. Άλλωστε νιώθει πατρίδα του την Γαλικία. Πρόκληση δεύτερη: Να βρει χώρο και χρόνο, στο κέντρο μιας ομάδας που
έχει στην διάθεση της κάποιους από τους καλύτερους παίκτες στον κόσμο. Κάποιους
από τους καλύτερους παίκτες στην ιστορία της. Τους ίδιους που βρίσκει μπροστά
του και στην εθνική ομάδα με την οποία επέλεξε να αγωνιστεί. Την αποδέχτηκε
θαρραλέα.
Ο Τιάγκο έκανε
ντεμπούτο με την Μπάρσα, πριν από σχεδόν 4 χρόνια, τον Μάιο του 2009. Από το
καλοκαίρι του 2011 είναι μέλος της πρώτης ομάδας. Βασικός στον 1ο
αγώνα εκείνης της αγωνιστικής περιόδου, απέναντι στην Μαδρίτη για το Super
Cup, γκολ και
στον πρώτο αγώνα του περσινού πρωταθλήματος, εναντίον της Βιγιαρεάλ. Σημάδια πιθανής καθιέρωσης, που έμειναν
απλά σημάδια. Από τα 18 μέχρι τα 22 του, η αγωνιστική του ανέλιξη περιγράφεται σ’
ένα τσιγάρο δρόμο. Λίγα πράγματα. Λίγα
πράγματα με τον Πεπ, λίγα πράγματα και με τον Τίτο.
Ένα από τα τατουάζ που
κοσμούν το σώμα του λέει : «Ο δρόμος
είναι γεμάτος με λουλούδια, αλλά στο ταξίδι απομένουν ακόμη πολλοί στόχοι.» Ο
ίδιος γνωρίζει καλά, ότι ακόμη δεν έχει πετύχει τίποτα. Είναι αμφίβολο όμως, αν
ακόμη πιστεύει πως μπορεί να μεγαλουργήσει στην Μπάρσα. Τα αποθέματα υπομονής του, απαραίτητο
στοιχείο επιτυχίας, δεν μπορούμε να τα γνωρίζουμε. Είναι καλά κλειδωμένα στο
δικό του μυαλό. Σιχαίνεται τις συγκρίσεις και το τονίζει όπου σταθεί και
όπου βρεθεί: «Μην με συγκρίνετε με τον
Τσάβι. Είμαι προνομιούχος που μαθαίνω δίπλα του, όπως και δίπλα στον Ινιέστα,
αλλά δεν νιώθω αντικαταστάτης τους, αλλά συμπαίκτης τους.»
Και έχει απόλυτο
δίκιο. Πιτσιρικάς στην Μπάρσα, μεγάλωσε παρακολουθώντας τα μαγικά του
Ροναλντίνιο. Κάποια μάλιστα μπήκαν και στο δικό του ρεπερτόριο. Ο Τσάβι ήταν για χρόνια ο αρχιτέκτονας
εντός γηπέδου. Οι εμπνεύσεις και οι κινήσεις του, ήταν στέρεες και δυνατές,
σαν θεμέλια καλοφτιαγμένου κτιρίου. Η
αρχιτεκτονική του Τιάγκο διαφέρει πολύ. Οι δικές του κατασκευές-κινήσεις,
δεν θα είναι ποτέ τόσο ασφαλής, δεν θα παρέχουν ποτέ την σιγουριά του Τσάβι.
Μπορούν όμως να δώσουν μοναδική χαρά-πρόκληση για οποιονδήποτε τις παρακολουθεί,
ακόμη και αν εμπεριέχουν ρίσκο.
Η ανάγκη της Μπάρσα να βρει τον παίκτη που θα μπορέσει να
χωρέσει στα παπούτσια του Τσάβι, είναι κατανοητή. Είναι ακατανόητη όμως, αν για
τον ρόλο αυτό προορίζει τον Τιάγκο. Αν πάλι θέλει να
προσθέσει κάτι νέο, κάτι διαφορετικό στο οικοδόμημα της, ένα άλλο σημείο
αναφοράς ίσως, τότε ναι, ο Τιάγκο δικαιούται τουλάχιστον να πάρει την ευκαιρία,
για να αποδείξει αυτά που εκείνος πάνω απ’ όλα, πιστεύει.
Ο σύλλογος, ο
κόσμος, το περιβάλλον του παίκτη και πάνω απ’ όλα ο ίδιος, επιβάλλεται να
παραδειγματιστούν από την περίπτωση του Ινιέστα. Και εκείνος έκανε ντεμπούτο
στα 18, και εκείνος δεν θεωρούνταν βασικός μέχρι τα 22 του, αλλά στα 24 του
ήταν πλέον ανεκτίμητος. Το να πουλήσεις
ένα διαμάντι, είναι ο εύκολος δρόμος. Να το επεξεργαστείς όμως, μετατρέποντας
το σε λαμπερό νέο (αγωνιστικό) στολίδι, είναι ο δύσκολος, αλλά και εκείνος που
παραδοσιακά ακολουθεί ο σύλλογος. Γιατί να αλλάξουν τώρα λοιπόν, οι καλές
συνήθειες;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου